- δυοδεκάς
- δῠοδεκάς, [suff] δῠνᾰτ-δεκᾰδικός, v. δυω-. [full] δῠοδεκαπλάσιος, = δωδ-, Bito 59.8. [full] δῠοδεκᾰτημόριον, τό, = δωδεκ-, Paul.Al.K.1. [full] δυόδεκο,A v. δυώδεκα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.